τηλεπικοινωνιακός

τηλεπικοινωνιακός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που σχετίζεται με την τηλεπικοινωνία: Τηλεπικοινωνιακά μηχανήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τηλεπικοινωνιακός — ή, ό, Ν [τηλεπικοινωνία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τηλεπικοινωνίες («τηλεπικοινωνιακό δίκτυο») …   Dictionary of Greek

  • δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοδέκτης — ο, Ν (ραδιοηλ.) 1. τηλεπικοινωνιακός δέκτης χρησιμοποιούμενος στις ραδιοεπικοινωνίες 2. δέκτης ραδιοφώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α και απόδοση ως προς το β συνθ. λ., πρβλ. αγγλ. radio receiver (βλ. λ. ραδιόφωνο / ράδιο)] …   Dictionary of Greek

  • ραδιοπομπός — ο, Ν (επικοιν.) τηλεπικοινωνιακός πομπός που χρησιμοποιείται στις ραδιοεπικοινωνίες, αλλ. ασύρματος ή ραδιοηλεκτρικός πομπός …   Dictionary of Greek

  • Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”